- ερειομεν
- ἐρείομεν
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐρείομεν — ἐρέω love pres ind act 1st pl (epic) ἐρέω love imperf ind act 1st pl (epic) ῥέω flow imperf ind act 1st pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερέω — ἐρέω και επικ. τ. ἔρομαι, ἐρεείνω (Α) 1. ρωτώ, ζητώ να μάθω, ερευνώ, εξετάζω («ἐρέων γενεήν τε τόκον τε», Ομ. Οδ.) 2. (με αιτ. προσ.) ρωτώ κάποιον («ἀλλ’ ἄγε δή τινα μάντιν ἐρείομεν ἢ ἱερῆα», Ομ. Ιλ.) 3. αναζητώ κάποιον, εξερευνώ, ψάχνω για να… … Dictionary of Greek
ereu-1 — ereu 1 English meaning: to seek, ask Deutsche Übersetzung: “nachsuchen, forschen, fragen” Material: Gk. *ἔρευμι, *ἔρυμεν, thematic become: ἐρέ[F]ω, ἐρέ[F]ομαι (Eol. ἐρεύω) and εἴρομαι (ἔρFομαι) “ask, search, seek”, Cret. ἐρευταί “ … Proto-Indo-European etymological dictionary